Τυρρηνῶν

Τυρρηνῶν
Τυρρηνός
Tyrrhenian
fem gen pl
Τυρρηνός
Tyrrhenian
masc/neut gen pl
Τυρσηνός
Tyrrhenian
fem gen pl
Τυρσηνός
Tyrrhenian
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Τάρχων — Μυθικός ήρωας των Τυρρηνών, επώνυμος και ιδρυτής της ετρουσκικής πόλης Ταρκύνιας ή Ταρχώνιου. Ήταν γιος του βασιλιά των Μυσών Τηλέφου και αδελφός του Τυρσηνού, του μυθικού επώνυμου της φυλής των Τυρρηνών. Σύμφωνα με έναν παμπάλαιο μύθο οι δύο… …   Dictionary of Greek

  • AESI — Hesych. Αὶσοι, ςθεοὶ ὑπὸ Τυῤρηνῶν …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CUPRA — oppid. Piceni in Mediterraneis. Ptol. Κούπρα Μοντάνα, Cupra Montana, unde Plinio, l. 3. c. 13. oppidani Cuprenses vocantur cognomine montani; ad discrimen alterius, quod in litore Cupra maritima dicebatur, de quo Silius, l. 8. v. 433. Et quels… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MARCINA — inter Sirenusas, et Posidoniam, urbis in Italiâ. Strabo Τυῤῥηνῶν κτίσμα vocat …   Hofmann J. Lexicon universale

  • OCRICULUM — ultima Umbricarum urbium versus meridiem; Romaeque proxima, urbs antiqua, cuius nomen alii plurali numero Ocriculi protulerunt, Oppidani inde sunt Ciceroni in Orat. pro Milon. 6. 24. Livio l. 1. ac Plinio, l. 3. c. 5. Ocricunali; Inscriptioni… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Τυρρηνολέτης — ου, ὁ, Α καταστροφέας τών Τυρρηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρρηνός + ὀλέτης (< ὄλλυμι), πρβλ. ἀνδρ ολέτης] …   Dictionary of Greek

  • έλυμος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους φυγάδες Τρώες, νόθος γιος του Αγχίση, γενάρχης του αρχαίου σικελικού λαού των Ελύμων και επώνυμος της σικελικής πόλης Έλυμα. Έφτασε στη Σικελία πριν από τον Αινεία, μαζί με τον Αιγέστη ή Άκεστο.… …   Dictionary of Greek

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • τάγης — I Μυστηριώδης μορφή των Ετρούσκων (Τυρρηνών) και εγγονός του Δία. Κατά τη μυθολογία, όταν κάποτε ο Τάρχων όργωνε τη γη, άνοιξε βαθύ αυλάκι, και από εκεί ξεπήδησε ο Τ. με μορφή παιδιού αλλά φρόνηση μεγάλου. Ο T., δίδαξε σε αυτόν και στους… …   Dictionary of Greek

  • τυρρηνικός — ή, ό / τυρρηνικός, ή, όν, ΝΜΑ, και τυρσηνικός Α [Τυρρηνός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τυρρηνούς ή στην Τυρρηνία νεοελλ. φρ. α) «Τυρρηνική Θάλασσα» τμήμα τής δυτικής Μεσογείου που βρίσκεται μεταξύ τής Κορσικής, τής Σαρδηνίας και τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”